- αιθερομανής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, και αιθερομανιακός, -ή, -ό αυτός που έχει το πάθος να εισπνέει αιθέρα: Τον πήγαν στο νοσοκομείο, γιατί είναι αιθερομανής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.