αιθερομανής

αιθερομανής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, και αιθερομανιακός, -ή, -ό αυτός που έχει το πάθος να εισπνέει αιθέρα: Τον πήγαν στο νοσοκομείο, γιατί είναι αιθερομανής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αιθερομανής — ές αυτός που έχει το πάθος τής αιθερομανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ, έρος + μανής < μαίνομαι] …   Dictionary of Greek

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό …   Dictionary of Greek

  • αιθερομανία — Είδος τοξικομανίας. Σύμφωνα με αυτήν το άτομο οδηγείται από ακατάσχετη παρόρμηση στη συνεχή και αυξανόμενη χρήση αιθέρα. Ο αιθερομανής καταναλώνει τον αιθέρα με οσμές, ανακατεμένο σε οινόπνευμα ή και άκρατο. Τα συμπτώματα της δηλητηρίασης που… …   Dictionary of Greek

  • αιθεροπότης — ο ο αιθερομανής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιθέρας + πότης < πίνω. ΠΑΡ. αιθεροποσία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”